Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το καπίκι

  • 1 καπίκι(ον)

    τό
    1) копейка; 2) очко (при игре в преферанс)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καπίκι(ον)

  • 2 καπίκι(ον)

    τό
    1) копейка; 2) очко (при игре в преферанс)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καπίκι(ον)

  • 3 καπίκι

    kopeck

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > καπίκι

  • 4 kopeck

    καπίκι

    Dictionnaire Français-Grec > kopeck

  • 5 копейка

    -и, γεν. πλθ. -ек, δοτ. -йкам θ.
    1. καπίκι.
    2. χρήματα.
    εκφρ.
    без -и – αδέκαρος, άφραγκος•
    до (последней) -и – ως το (τελευταίο) καπίκι•
    не иметь ни -и – δεν έχω ούτε δεκάρα•
    с -ами – μερικά καπίκια παραπάνω (από το ποσό)•
    последнюю -у поставить ребром – ξοδεύω και το τελευταίο καπίκι για επίδειξη, για το θεαθήναι•
    копейка в -у – ακριβέστατα, μέχρι και το λεπτό (για λογαριασμό)•
    в -у стать – κοστίζω ακριβά•
    за -у уступить ή отдать – πουλώ πάμφτηνα, μισοτιμής•
    ни за -у – με κανένα τρόπο, με τίποτε•
    дрожать ή трястись над каждой -ой – τρέμω για το κάθε καπίκι (από τσιγκουνιά)•
    как одну -у – όλο το ποσό, ολοκληρωτικά, μέχρι δεκάρα.

    Большой русско-греческий словарь > копейка

  • 6 копейка

    копейка ж το καπίκι
    * * *
    ж
    το καπίκι

    Русско-греческий словарь > копейка

  • 7 дорожить

    дорожить
    несов (чем-л.) ἐκτιμώ:
    \дорожить своим временем φείδομαι χρόνου· \дорожить каждой копейкой μετρώ καί τό καπίκι, μετρώ καί τή δεκάρα· \дорожить каждой минутой μετρώ τό κάθε λεπτό.

    Русско-новогреческий словарь > дорожить

  • 8 копейка

    копейк||а
    ж τό καπίκι:
    до последней \копейкаи ὡς τήν τελευταία πεντάρα· не иметь ни \копейкаи δέν ἔχω πεντάρα, разг εἶμαι ἀπένταρος· ◊ \копейка в \копейкау ἀκριβώς.

    Русско-новогреческий словарь > копейка

  • 9 уступать

    уступать
    несов, уступить сов
    1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:
    \уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·
    2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:
    \уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·
    3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:
    \уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·
    4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:
    не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι.

    Русско-новогреческий словарь > уступать

  • 10 беречь

    -регу, -режешь, регут, παρλθ. χρ. -рег, -регла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. διαφυλάσσω, διαφυλάγω, φυλάγω, διατηρώ•

    -гите мир! διαφυλάξτε την ειρήνη!•

    беречь свято φυλάγω σάν τήν Παναγία, σαν τα ιερά.

    2. οικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω, τσιγκουνεύομαι• λυπούμαι•

    он -ег каждую копейку αυτός λογάριαζε ακόμα και το καπίκι.

    3. κρατώ, φυλάγω αυστηρά, με εχεμύθεια•

    беречь тайну κρατώ (θάβω) το μυστικό•

    беречь как зенипу ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.

    προφυλάγομαι, προσέχω, παίρνω τα μέτρα μου•

    беречь простуды φυλάγομαι από κρυολόγημα•

    -гись! -гитесь! φυλάξου! φυλαχτείτε !

    Большой русско-греческий словарь > беречь

  • 11 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 12 доля

    γεν. πλθ. -ей θ.
    1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•

    делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•

    это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•

    моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•

    капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•

    третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.

    || δόση, κόκκος•

    в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•

    доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•

    2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.
    3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.
    εκφρ.
    быть в -е – είμαι μέτοχος•
    войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•
    принять в -ю – παίρνω μέτοχο•
    на -ю – στο μερίδιο•
    на мою -ю – στο μερίδιο μου.

    Большой русско-греческий словарь > доля

  • 13 дрожать

    -жу, -жишь, ρ.δ.
    1. τρέμω, ριγώ•

    -всем телом τρέμω σύγκορμος•

    дрожать от холода τρέμω από το κρύο.

    || τρεμοσβήνω, υποτρέμω, τρεμοφέγγω•

    звезда -ла το αστέρι τρεμόσβηνε.

    || (για φωνή, ήχο) τρέμω, τρεμουλιάζω. || έχω σπασμούς, σφαδάζω. || δονούμαι, πάλλομαι.
    2. φοβούμαι, τρομάζω. || με πιάνει φόβος για κάποιον•

    мать -ит за своих детей η μάνα τρέμει για τα παιδιά της•

    он -ит за свою жизнь αυτός τρέμει για τη ζωή του (φοβάται μήπως πεθάνει).

    || προφυλάγω πολύ•

    дрожать над детьми τρέμω μην πάθουν, κακό τα παιδιά.

    || τσιγγουνεύομαι πολύ•

    дрожать над каждой копейкой τρέμω για το κάθε καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > дрожать

  • 14 профинтить

    -нчу, -нтишь ρ.σ.μ. (απλ.) ξοδεύω•

    профинтить все деньги до копейки ξοδεύω όλα τα χρήματα ως το τελευταίο καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > профинтить

  • 15 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 16 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 17 тратить

    трачу, тратишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. траченный, βρ: -чен
    -.а
    -ο
    ρ.δ.μ. ξοδεύω, δαπανώ, χαλώ•

    он ни копейки ни -ит зря αυτός δεν ξοδεύει άσκοπα ούτε ένα καπίκι.

    || καταναλώνω•

    тратить патроны ξοδεύω τα φυσίγγια•

    тратить сил καταναλώνω τις δυνάμεις.

    εκφρ.
    траченный мольюπαλ. σκωροφαγωμέ-νος.
    ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    -ится много денег ξοδεύονται πολλά χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > тратить

  • 18 трёшник

    α. παλ.
    1. νόμισμα τριών καπικιών.
    2. ένα ασημένιο καπίκι.

    Большой русско-греческий словарь > трёшник

  • 19 трясти

    трясу, трясёшь, παρλθ. χρ. тряс, -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. σείω, κουνώ, τινάζω•

    трясти ковр τινάζω το χαλί•

    трясти яблоню τινάζω τη μηλιά•

    трясти муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι.

    2. τραντάζω, ανατινάσσω• συγκλονίζω•

    нас сильно -ло в телеге μας τράνταξε δυνατά το κάρο.

    || κουνώ, ταλαντεύω•

    -ногу κουνώ το πόδι•

    трясти головой κουνώ το κεφάλι•

    трясти хвостом κουνώ την ουρά.

    3. κάνω να τρέμει, να ριγεί•

    его -ст лихорадка τον ταράζει ο πυρετός•

    его -ст от страха αυτός τρέμει από το φόβο.

    1. κουν ιέμαι, σείομαι• ταλαντεύομαι•

    деревья -утся от ветра τα δέντρα κουνιούνται από τον άνεμο•

    голова -тся от старости το κεφάλι παρανεύει από τα γεράματα.

    2. τρέμω•

    руки -утся τα χέρια τρέμουν•

    трясти от холода τρέμω από το κρύο•

    от страха τρέμω από το φόβο.

    || φοβούμαι πολύ•

    трясти над ребнком τρέμω για το παιδάκι(μήπως πάθει κακό).

    || τσιγκουνεύομαι πολύ•
    3. τραντάζομαι•

    трясти в тележке τραντάζομαι στο κάρο.

    Большой русско-греческий словарь > трясти

См. также в других словарях:

  • καπίκι — το 1. υποδιαίρεση τής νομισματικής μονάδας τής ΕΣΣΔ που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό τού ρουβλίου 2. παλαιό ρωσικό νόμισμα 3. (σε ορισμένα χαρτοπαίγνια) μονάδα κέρδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. kopeika < τουρκ. kopek «σκύλος», λόγω τής απεικόνισης… …   Dictionary of Greek

  • καπίκι — το (λ. ρωσ.) 1. ρωσικό νόμισμα που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό του ρουβλίου: Το ρούβλι έχει εκατό καπίκια. 2. στην πρέφα και σε μερικά χαρτοπαίγνια σημαίνει τη μονάδα κέρδους, δηλ. το αντίτιμο για κάθε πόντο: Κέρδισα χίλια καπίκια στην πρέφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • копейка — первонач. серебряная монета , чеканенная с 1535 г.; производят от новгор. деньга (см.); появилась в Москве после завоевания Новгорода (1478 г.). Она носит изображение царя, сидящего верхом на коне с копьем в руке (1535–1719 гг.); см. Бауэр у… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»